Του Γιώργου Καρελιά
Η αυτονομία του είναι όρος επιβίωσης και προϋπόθεση σταδιακής ανάκαμψης. Οσοι το εγκαλούν γιατί δεν πάει προκαταβολικά με το ένα ή το άλλο μεγαλύτερο κόμμα, ενδιαφέρονται μόνο για τον ΣΥΡΙΖΑ και τη ΝΔ ή για την προσωπική τους ανέλιξη
Εδώ και δύο μήνες έχει φουντώσει η συζήτηση γύρω από ένα ερώτημα: με ποιον θα πάει το Κίνημα Αλλαγής μετά τις εκλογές, με τον ΣΥΡΙΖΑ ή με την ΝΔ;
Το θέτουν δύο ειδών, δήθεν, διαπορούντες
Πρώτον, όσοι, εκ δεξιών και εξ ευωνύμων, θέλουν να καταστήσουν το -μικρό έτσι όπως έχει καταντήσει- ενδιάμεσο κόμμα άθυρμα των επιδιώξεών τους, οι οποίες είναι ευδιάκριτες. Και οι δύο, ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, θέλουν να του αποσπάσουν ό,τι έχει απομείνει σ’ αυτό από ψηφοφόρους, ώστε να δυναμώσουν κι άλλο ο ίδιοι. Κι αν, παρ’ όλα αυτά, κρατήσει κάποια κοινοβουλευτική δύναμη, να το ρυμουλκήσουν μετεκλογικά προς τα εκεί που θα βολεύει τον έναν ή τον άλλον. Οι επιδιώξεις και των δύο είναι εύλογες και -γιατί όχι;- θεμιτές. Το πολιτικό παιχνίδι είναι αδυσώπητο.
Δεύτερον, όσοι μέσα από το Κίνημα Αλλαγής -καλόπιστα ή με ιδιοτέλεια, υπάρχουν και οι δύο εκδοχές- θέλουν να το σύρουν από τώρα προς την ΝΔ ή τον ΣΥΡΙΖΑ. Οι μεν πρώτοι, οι δεξιόφρονες, επικαλούνται το «φιλοευρωπαϊκό μέτωπο»(στο οποίο ανήκουν ΝΔ και ΚΙΝΑΛ, ενώ αποκλείουν τον ΣΥΡΙΖΑ), τον «επικίνδυνο» ΣΥΡΙΖΑ (για τη Δημοκρατία, τους θεσμούς της και λοιπές πομφόλυγες), τη συνεργασία των δύο κομμάτων στην κυβέρνηση Σαμαρά και κάμποσα ακόμα. Οι δε δεύτεροι, οι αριστερόφρονες, προτάσσουν το (πολιτικώς και ιδεολογικώς) όμορον των δύο κομμάτων, τις «προοδευτικές δυνάμεις» και λοιπές, εξίσου, πομφόλυγες.
Σε αντίθεση με τις εύλογες επιδιώξεις ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, όσοι μέσα από το ΚΙΝΑΛ δείχνουν ότι «καίγονται» να το ρυμουλκήσουν προς το ένα ή το άλλο (μεγαλύτερο) κόμμα, επί της ουσίας –και ανεξαρτήτως προθέσεων– μόνο ζημιά μπορούν να του προκαλέσουν. Διότι, αν τελικά υποχρεωθεί να επιλέξει από τώρα συνεταίρο, είναι σαν να απεμπολεί την αυτονομία του, το μόνο «προσόν» που του έχει απομείνει στη μάχη της πολιτικής επιβίωσης.
Οι ισχυρισμοί των εκατέρωθεν αβανταδόρων ότι το ενδιάμεσο κόμμα πρέπει, σώνει και καλά, να διαλαλήσει από τώρα ότι την επομένη των εκλογών θα προστρέξει στο ένα ή στο άλλο στρατόπεδο είναι, στην καλύτερη περίπτωση, αφελείς και, στη χειρότερη, πονηροί και ιδιοτελείς, αφού αυτοί ενδιαφέρονται μόνο για τον ΣΥΡΙΖΑ και τη ΝΔ ή για την προσωπική τους ανέλιξη.
Σε όσους, εκ δεξιών, παριστάνουν σήμερα τους αμνήμονες υπενθυμίζουμε ότι Αντώνης Σαμαράς, στην προεκλογική περίοδο του 2012, απέκλειε «ρητά και κατηγορηματικά» κάθε συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ και την επομένη των εκλογών γνωρίζουμε τι έγινε. Και σε όσους, εξ αριστερών, αναμηρυκάζουν σήμερα τα περί προοδευτικών δυνάμεων υπενθυμίζουμε ότι ο Αλέξης Τσίπρας τα 2015 ζητούσε αυτοδυναμία και απέκλειε κάθε συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι, τη δε επομένη των εκλογών έπεσε στην «προοδευτική» αγκαλιά των ΑΝΕΛ του Πάνου Καμμένου . Με ποιο θράσος, λοιπόν, σήμερα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και οι αβανταδόροι τους στα μέσα ενημέρωσης εγκαλούν την ηγεσία του Κινήματος Αλλαγής ότι δεν προστρέχει άνευ ετέρου σ’ αυτήν την «προοδευτική» αριστεροδεξιά αγκαλιά;
Ολα αυτά έχουν τη σημασία τους, όμως δεν είναι πρωτεύοντα για τον ενδιάμεσο χώρο του Κέντρου και της Κεντροαριστεράς, που πιέζεται να πει από τώρα με ποιον θα πάει και ποιον θ’ αφήσει. Αλλα είναι τα πρωτεύοντα.
Σε επίπεδο τακτικής, να αναδείξει και να επιμείνει στην αυτονομία του. Αλλιώς δεν έχει μέλλον. Ο ψηφοφόρος που θα ακούσει το κόμμα αυτό να απεμπολεί την αυτονομία του, δηλώνοντας προκαταβολικά ότι θα αποτελέσει τον μετεκλογικό μπαλαντέρ του Τσίπρα ή του Μητσοτάκη, θα έχει κάθε λόγο να το εγκαταλείψει και να πάει απευθείας σε όποια κάλπη του ταιριάζει καλύτερα. Η αυτονομία, λοιπόν, είναι όρος επιβίωσης και προϋπόθεση για σταδιακή ανάκαμψη.
Και επί της ουσίας: το Κίνημα Αλλαγής είναι μεν μικρό κόμμα, αλλά δεν είναι χτεσινό. Ένα από τα κόμματα που το συνθέτουν, το μεγαλύτερο, έχει πλούσιο κυβερνητικό παρελθόν. Μαζί με τα αρνητικά του, που πρέπει να πετάξει στο καλάθι του παρελθόντος, το ΠΑΣΟΚ έχει πλήθος θετικών και προοδευτικών αποφάσεων και μέτρων, που σημάδεψαν την πορεία της χώρας. Πάνω σ’ αυτά μπορεί να πατήσει για να αναδείξει σήμερα τις διαφορές του με τους δεξιούς και αριστερούς κριούς, που επιδιώκουν τον παραγκωνισμό του μέσα από επιθέσεις, δήθεν, φιλίας.
Και για να πούμε παραδείγματα, το Κίνημα Αλλαγής:
–Δεν μπορεί να συμπορεύεται με τη ΝΔ σε ό,τι τυχοδιωκτικό εθνικά και οπισθοδρομικό κοινωνικά. Δηλαδή, δεν μπορεί να απορρίψει λύση στο Μακεδονικό, αν πληροί τις προϋποθέσεις που η κυβέρνηση Καραμανλή είχε θέσει το 2008 και η σημερινή ΝΔ παραμερίζει, για λόγους ψηφοθηρίας. Επίσης, δεν μπορεί να αμφιταλαντεύεται στην υποστήριξη αυτονόητων δικαιωμάτων, όπως κάνει η ΝΔ. Αλλωστε, κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ θέσπισαν τον πολιτικό γάμο και είπαν «όχι» στον μακαρίτη Χριστόδουλο για τις ταυτότητες.
–Δεν μπορεί να συμπορεύεται με τον ΣΥΡΙΖΑ σε εκφυλιστικά φαινόμενα κομματισμού και άλωσης του κράτους, που θυμίζουν ανάλογες τακτικές του παλαιού δικομματισμού ΠΑΣΟΚ – ΝΔ.
Πάνω απ’ όλα, όμως, ο ψηφοφόρος θα ήθελε να ακούσει, πέρα από «συντηρητικά» και «προοδευτικά» τσιτάτα, πώς το τρίτο κόμμα, που μπορεί αύριο να συγκυβερνήσει ξανά, θα συμβάλει στην αντιμετώπιση του ενός και μέγιστου προβλήματος, που καίει σήμερα τους Ελληνες και τα παιδιά τους. Πώς, δηλαδή, θα μειωθεί η θηριώδης ανεργία και θα περιοριστούν στοιχειωδώς η μαύρη εργασία και οι εξευτελιστικές αμοιβές. Eνα κόμμα που κυβέρνησε είκοσι και πλέον χρόνια και δεν έχει απαντήσεις στα ουσιώδη προβλήματα, τι σημασία έχει αν και με ποιον θα συγκυβερνήσει ξανά;
Ετσι όπως έχουν έρθει τα πράγματα, για το Κίνημα Αλλαγής ισχύει αυτό που είχε πει ο Λουδοβίκος ο 14ος: «Οποια πλευρά κι αν διαλέξω, ξέρω καλά ότι θα κατηγορηθώ». Γι’ αυτό είναι προτιμότερο να ακολουθήσουν τη συμβουλή του μεγαλύτερου ηθοποιού στις πολεμικές τέχνες, Μπρους Λι: «Πάρε ό,τι είναι χρήσιμο, πέταξε ό,τι είναι άχρηστο και πρόσθεσε ό,τι είναι προσωπικά δικό σου».
Εδώ και δύο μήνες έχει φουντώσει η συζήτηση γύρω από ένα ερώτημα: με ποιον θα πάει το Κίνημα Αλλαγής μετά τις εκλογές, με τον ΣΥΡΙΖΑ ή με την ΝΔ;
Το θέτουν δύο ειδών, δήθεν, διαπορούντες:
Πρώτον, όσοι, εκ δεξιών και εξ ευωνύμων, θέλουν να καταστήσουν το -μικρό έτσι όπως έχει καταντήσει- ενδιάμεσο κόμμα άθυρμα των επιδιώξεών τους, οι οποίες είναι ευδιάκριτες. Και οι δύο, ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, θέλουν να του αποσπάσουν ό,τι έχει απομείνει σ’ αυτό από ψηφοφόρους, ώστε να δυναμώσουν κι άλλο ο ίδιοι. Κι αν, παρ’ όλα αυτά, κρατήσει κάποια κοινοβουλευτική δύναμη, να το ρυμουλκήσουν μετεκλογικά προς τα εκεί που θα βολεύει τον έναν ή τον άλλον. Οι επιδιώξεις και των δύο είναι εύλογες και -γιατί όχι;- θεμιτές. Το πολιτικό παιχνίδι είναι αδυσώπητο.
Δεύτερον, όσοι μέσα από το Κίνημα Αλλαγής -καλόπιστα ή με ιδιοτέλεια, υπάρχουν και οι δύο εκδοχές- θέλουν να το σύρουν από τώρα προς την ΝΔ ή τον ΣΥΡΙΖΑ. Οι μεν πρώτοι, οι δεξιόφρονες, επικαλούνται το «φιλοευρωπαϊκό μέτωπο»(στο οποίο ανήκουν ΝΔ και ΚΙΝΑΛ, ενώ αποκλείουν τον ΣΥΡΙΖΑ), τον «επικίνδυνο» ΣΥΡΙΖΑ (για τη Δημοκρατία, τους θεσμούς της και λοιπές πομφόλυγες), τη συνεργασία των δύο κομμάτων στην κυβέρνηση Σαμαρά και κάμποσα ακόμα. Οι δε δεύτεροι, οι αριστερόφρονες, προτάσσουν το (πολιτικώς και ιδεολογικώς) όμορον των δύο κομμάτων, τις «προοδευτικές δυνάμεις» και λοιπές, εξίσου, πομφόλυγες.
Σε αντίθεση με τις εύλογες επιδιώξεις ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, όσοι μέσα από το ΚΙΝΑΛ δείχνουν ότι «καίγονται» να το ρυμουλκήσουν προς το ένα ή το άλλο (μεγαλύτερο) κόμμα, επί της ουσίας –και ανεξαρτήτως προθέσεων– μόνο ζημιά μπορούν να του προκαλέσουν. Διότι, αν τελικά υποχρεωθεί να επιλέξει από τώρα συνεταίρο, είναι σαν να απεμπολεί την αυτονομία του, το μόνο «προσόν» που του έχει απομείνει στη μάχη της πολιτικής επιβίωσης.
Οι ισχυρισμοί των εκατέρωθεν αβανταδόρων ότι το ενδιάμεσο κόμμα πρέπει, σώνει και καλά, να διαλαλήσει από τώρα ότι την επομένη των εκλογών θα προστρέξει στο ένα ή στο άλλο στρατόπεδο είναι, στην καλύτερη περίπτωση, αφελείς και, στη χειρότερη, πονηροί και ιδιοτελείς, αφού αυτοί ενδιαφέρονται μόνο για τον ΣΥΡΙΖΑ και τη ΝΔ ή για την προσωπική τους ανέλιξη.
Σε όσους, εκ δεξιών, παριστάνουν σήμερα τους αμνήμονες υπενθυμίζουμε ότι Αντώνης Σαμαράς, στην προεκλογική περίοδο του 2012, απέκλειε «ρητά και κατηγορηματικά» κάθε συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ και την επομένη των εκλογών γνωρίζουμε τι έγινε. Και σε όσους, εξ αριστερών, αναμηρυκάζουν σήμερα τα περί προοδευτικών δυνάμεων υπενθυμίζουμε ότι ο Αλέξης Τσίπρας τα 2015 ζητούσε αυτοδυναμία και απέκλειε κάθε συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι, τη δε επομένη των εκλογών έπεσε στην «προοδευτική» αγκαλιά των ΑΝΕΛ του Πάνου Καμμένου. Με ποιο θράσος, λοιπόν, σήμερα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και οι αβανταδόροι τους στα μέσα ενημέρωσης εγκαλούν την ηγεσία του Κινήματος Αλλαγής ότι δεν προστρέχει άνευ ετέρου σ’ αυτήν την «προοδευτική» αριστεροδεξιά αγκαλιά;
Ολα αυτά έχουν τη σημασία τους, όμως δεν είναι πρωτεύοντα για τον ενδιάμεσο χώρο του Κέντρου και της Κεντροαριστεράς, που πιέζεται να πει από τώρα με ποιον θα πάει και ποιον θ’ αφήσει. Αλλα είναι τα πρωτεύοντα.
Σε επίπεδο τακτικής, να αναδείξει και να επιμείνει στην αυτονομία του. Αλλιώς δεν έχει μέλλον. Ο ψηφοφόρος που θα ακούσει το κόμμα αυτό να απεμπολεί την αυτονομία του, δηλώνοντας προκαταβολικά ότι θα αποτελέσει τον μετεκλογικό μπαλαντέρ του Τσίπρα ή του Μητσοτάκη, θα έχει κάθε λόγο να το εγκαταλείψει και να πάει απευθείας σε όποια κάλπη του ταιριάζει καλύτερα. Η αυτονομία, λοιπόν, είναι όρος επιβίωσης και προϋπόθεση για σταδιακή ανάκαμψη.
Και επί της ουσίας: το Κίνημα Αλλαγής είναι μεν μικρό κόμμα, αλλά δεν είναι χτεσινό. Ένα από τα κόμματα που το συνθέτουν, το μεγαλύτερο, έχει πλούσιο κυβερνητικό παρελθόν. Μαζί με τα αρνητικά του, που πρέπει να πετάξει στο καλάθι του παρελθόντος, το ΠΑΣΟΚ έχει πλήθος θετικών και προοδευτικών αποφάσεων και μέτρων, που σημάδεψαν την πορεία της χώρας. Πάνω σ’ αυτά μπορεί να πατήσει για να αναδείξει σήμερα τις διαφορές του με τους δεξιούς και αριστερούς κριούς, που επιδιώκουν τον παραγκωνισμό του μέσα από επιθέσεις, δήθεν, φιλίας.
Και για να πούμε παραδείγματα, το Κίνημα Αλλαγής:
–Δεν μπορεί να συμπορεύεται με τη ΝΔ σε ό,τι τυχοδιωκτικό εθνικά και οπισθοδρομικό κοινωνικά. Δηλαδή, δεν μπορεί να απορρίψει λύση στο Μακεδονικό, αν πληροί τις προϋποθέσεις που η κυβέρνηση Καραμανλή είχε θέσει το 2008 και η σημερινή ΝΔ παραμερίζει, για λόγους ψηφοθηρίας. Επίσης, δεν μπορεί να αμφιταλαντεύεται στην υποστήριξη αυτονόητων δικαιωμάτων, όπως κάνει η ΝΔ. Αλλωστε, κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ θέσπισαν τον πολιτικό γάμο και είπαν «όχι» στον μακαρίτη Χριστόδουλο για τις ταυτότητες.
–Δεν μπορεί να συμπορεύεται με τον ΣΥΡΙΖΑ σε εκφυλιστικά φαινόμενα κομματισμού και άλωσης του κράτους, που θυμίζουν ανάλογες τακτικές του παλαιού δικομματισμού ΠΑΣΟΚ – ΝΔ.
Πάνω απ’ όλα, όμως, ο ψηφοφόρος θα ήθελε να ακούσει, πέρα από «συντηρητικά» και «προοδευτικά» τσιτάτα, πώς το τρίτο κόμμα, που μπορεί αύριο να συγκυβερνήσει ξανά, θα συμβάλει στην αντιμετώπιση του ενός και μέγιστου προβλήματος, που καίει σήμερα τους Ελληνες και τα παιδιά τους. Πώς, δηλαδή, θα μειωθεί η θηριώδης ανεργία και θα περιοριστούν στοιχειωδώς η μαύρη εργασία και οι εξευτελιστικές αμοιβές. Eνα κόμμα που κυβέρνησε είκοσι και πλέον χρόνια και δεν έχει απαντήσεις στα ουσιώδη προβλήματα, τι σημασία έχει αν και με ποιον θα συγκυβερνήσει ξανά;
Ετσι όπως έχουν έρθει τα πράγματα, για το Κίνημα Αλλαγής ισχύει αυτό που είχε πει ο Λουδοβίκος ο 14ος: «Οποια πλευρά κι αν διαλέξω, ξέρω καλά ότι θα κατηγορηθώ». Γι’ αυτό είναι προτιμότερο να ακολουθήσουν τη συμβουλή του μεγαλύτερου ηθοποιού στις πολεμικές τέχνες, Μπρους Λι: «Πάρε ό,τι είναι χρήσιμο, πέταξε ό,τι είναι άχρηστο και πρόσθεσε ό,τι είναι προσωπικά δικό σου».