Στη συζήτηση για το ποιος θα συνεργαστεί με ποιον μετά τις δεύτερες εκλογές, ξεχνάμε κάτι βασικό: Τις πρώτες.

Αναμφισβήτητα η πιο ενδιαφέρουσα πολιτική εξέλιξη των ημερών ήταν η τοποθέτηση του Κυριάκου Μητσοτάκη για τις μετεκλογικές συνεργασίες.

Για πρώτη φορά ο πρωθυπουργός, μιλώντας στο φόρουμ του “Οικονομικού Ταχυδρόμου”, έδειξε –φαινομενικά- να μην επιδιώκει αποκλειστικά την αυτοδυναμία.

Όπως είπε, “στόχος είναι η σταθερότητα, όχι επί τούτου η αυτοδυναμία […]”Ο λαός θα υποδείξει αν η χώρα θα κυβερνηθεί από ένα ή περισσότερα κόμματα”.

Η στάση αυτή του κ. Μητσοτάκη μπορεί να εξηγηθεί για δύο λόγους: Πρώτον, όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν μεν σταθερό προβάδισμα για τη ΝΔ χωρίς να απειλείται από τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά επίσης δείχνουν δύσκολο το στόχο της αυτοδυναμίας και σίγουρα μακριά από το 38,5% που απαιτείται για 151 έδρες. Μόνο σε σχέση με το περασμένο φθινόπωρο, η ΝΔ εμφανίζεται να έχει χάσει περίπου 5-6 μονάδες.

Δεύτερον, η άνοδος του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ μετά την εκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη στερεί από τη ΝΔ το μετριοπαθές κεντρώο ακροατήριο που την είχε επιλέξει στις εκλογές του 2019 με τη λογική “να φύγει ο ΣΥΡΙΖΑ”, οπότε είναι λογικό ο πρωθυπουργός να θέλει να το “στριμώξει”.

Ωστόσο, στη συζήτηση για το ποιος θα συνεργαστεί με ποιον μετά τις δεύτερες εκλογές, ξεχνάμε κάτι βασικό: Τις πρώτες.

Οι πρώτες εκλογές θα γίνουν με την απλή αναλογική που ψήφισε ο ΣΥΡΙΖΑ πριν αποχωρήσει από την εξουσία με την μικροκομματική επιδίωξη να δυσκολέψει τον επόμενο και να προσπαθήσει ο ίδιος να μείνει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στο “παιχνίδι”.

Η ΝΔ επιχειρεί να παρουσιάσει τις εκλογές αυτές ως “αγγαρία” και τυπική διαδικασία πριν τις επόμενες, δηλαδή αυτές που θα γίνουν με τον δικό της εκλογικό νόμο.

Αποτελεί τουλάχιστον προσβολή στα εκατομμύρια των ψηφοφόρων, που θα αφιερώσουν χρόνο για να τρέχουν στις κάλπες, ότι τρέχουν… τζάμπα, γιατί σε μερικές εβδομάδες θα ξαναψηφίσουν, επειδή έτσι βολεύει το πρώτο κόμμα.

Δεν μπορεί να λειτουργεί έτσι η κοινοβουλευτική δημοκρατία και τα κόμματα που δηλώνουν δημοκρατικά, έχουν ευθύνη να περιφρουρήσουν το κύρος της σε μια περίοδο που ο αυταρχισμός και οι θαυμαστές του κάνουν πάρτι διεθνώς.

Το απλό, όσο και σύνθετο, ερώτημα είναι τι είδους κυβέρνηση μπορεί να βγάλει η κάλπη της απλής αναλογικής. Η απάντηση σε αυτό είναι το ίδιο απλή και σύνθετη, καθώς υπάρχει μόνο μία, δύσκολη αλλά υλοποιήσιμη, επιλογή.

Ας πάρουμε ένα βασικό σενάριο με τη ΝΔ περίπου στο 35%, τον ΣΥΡΙΖΑ στο 25% και το ΚΙΝΑΛ στο 15%, συν τα μικρότερα κόμματα σε μονοψήφιο αριθμό.

Κυβέρνηση ΝΔ – Βελόπουλου δεν μπορεί να προκύψει αριθμητικά, κυβέρνηση ΝΔ – ΚΙΝΑΛ είναι πολύ αμφίβολο αν θα έχει πλειοψηφία 50%, συν ότι μια κυβέρνηση δύο διαφορετικών κομμάτων με πλειοψηφία 1-2 εδρών δεν αποτελεί και επιτομή της σταθερότητας.

Στον αντίποδα, τα κουκιά για “προοδευτική διακυβέρνηση” ΣΥΡΙΖΑ – ΚΙΝΑΛ δεν επαρκούν και τα σενάρια να εμπλακούν σε αυτό το ΚΚΕ και ο Βαρουφάκης είτε διά συμμετοχής είτε διά ανοχής, θυμίζουν τραγέλαφο χειρότερο από το α’ εξάμηνο του 2015.

Τι απομένει; Μα φυσικά ένας μεγάλος συνασπισμός ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ, τον οποίον και οι δύο ξορκίζουν, αλλά έχει εφαρμοστεί με επιτυχία σε χώρες με απλή αναλογική, όπως π.χ. η Γερμανία. Είναι ο μόνος που προσφέρει την πολυπόθητη σταθερότητα που ζητά ο πρωθυπουργός, με δύο κόμματα σε ποσοστά τουλάχιστον 60%, και επίσης θα εφαρμοστεί στην πράξη η πρωτοβουλία του ΣΥΡΙΖΑ για απλή αναλογική που προϋποθέτει οπωσδήποτε συνεργασίες.

Ακόμη και η ΝΔ με το ΠΑΣΟΚ προ δεκαετίας, όταν χρειάστηκε και το απαιτούσαν οι συνθήκες, έβαλαν στην άκρη τις διαφορές τους και συγκυβέρνησαν. Γιατί να μην κάνει το ίδιο και η ΝΔ με τον ΣΥΡΙΖΑ;

Άλλωστε, η σημερινή ΝΔ έχει εμπλουτιστεί με στελέχη προερχόμενα από τον κεντρώο χώρο, το ΠΑΣΟΚ, το Ποτάμι, ακόμη και στελέχη που ήταν στον ΣΥΡΙΖΑ, όπως οι Ψαριανός και Τατσόπουλος. Διαθέτει φιλελεύθερο αρχηγό που δηλώνει ανοιχτός σε συνεργασίες.

Από την πλευρά του και ο ΣΥΡΙΖΑ διαθέτει αρκετά πρώην στελέχη του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ που συμμετείχαν χωρίς πρόβλημα στις κυβερνήσεις Παπαδήμου (ΠΑΣΟΚ-ΝΔ-ΛΑΟΣ) και Σαμαρά (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ). Χώρια την απορρόφηση των ΑΝΕΛ του Πάνου Καμμένου και την αθέατη καραμανλική συνιστώσα με πρωτοκλασάτους πρώην υπουργούς του Καραμανλή να τον στηρίζουν.

Επομένως, τα “μας χωρίζει άβυσσος” που λένε και οι δύο πλευρές, τα ακούμε βερεσέ.

Θα πρέπει να εξηγήσουν πολύ πειστικά τα δύο κόμματα γιατί θα σύρουν τη χώρα σε δεύτερες εκλογές, βάζοντας σε κίνδυνο την πολιτική και οικονομική σταθερότητα, μέσα σε ένα περιβάλλον εντελώς αβέβαιο και με πολλαπλές κρίσεις (πολεμικές, υγειονομικές, οικονομικές, προσφυγικές, κλπ), και να μην συνεργαστούν για το καλό του τόπου.

Ίσως σκέφτονται και οι δύο, μικροπολιτικά και χαιρέκακα, ότι με τις δεύτερες εκλογές θα συμπιέσουν εκλογικά το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ και αν χρειαστεί, θα το εξαναγκάσουν σε συνεργασία.

Μάλλον σε ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ δεν έχουν καταλάβει επαρκώς τη φράση του Νίκου Ανδρουλάκη ότι “θα γίνουμε πρωταγωνιστές, όχι ρυθμιστές” και ότι οι πρώτες εκλογές “δεν είναι μια τυπική διαδικασία”. Θα έχουν την ευκαιρία να το διαπιστώσουν και στην πράξη. Άλλωστε, “μεγάλος συνασπισμός” μπορεί να προκύψει και από τις δεύτερες κάλπες.

www.thetoc.gr